Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
γάποτος
View word page
γανόω
to make bright

ShortDef

to make bright

Debugging

Headword:
γανόω
Headword (normalized):
γανόω
Headword (normalized/stripped):
γανοω
IDX:
18482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18483
Key:

Data

{'content': 'to make bright'}