Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
γαοδίκαι
γαπετής
View word page
γάνος2
garden
ShortDef
brightness, sheen: gladness, joy, pride
garden
Debugging
Headword:
γάνος2
Headword (normalized):
γάνος
Headword (normalized/stripped):
γανος2
IDX:
18481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18482
Key:
Data
{'content': 'garden'}