Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
γανωτός
View word page
γανάω
to shine, glitter, gleam

ShortDef

to shine, glitter, gleam

Debugging

Headword:
γανάω
Headword (normalized):
γανάω
Headword (normalized/stripped):
γαναω
IDX:
18479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18480
Key:

Data

{'content': 'to shine, glitter, gleam'}