Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαμοστολικός
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
γανωτής
View word page
γανάεις
gleaming
ShortDef
gleaming
Debugging
Headword:
γανάεις
Headword (normalized):
γανάεις
Headword (normalized/stripped):
γαναεις
IDX:
18478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18479
Key:
Data
{'content': 'gleaming'}