Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμοστολέω
γαμοστολικός
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
γάνωμα
γάνωσις
View word page
γαμψώνυχος
with crooked talons

ShortDef

with crooked talons

Debugging

Headword:
γαμψώνυχος
Headword (normalized):
γαμψώνυχος
Headword (normalized/stripped):
γαμψωνυχος
IDX:
18477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18478
Key:

Data

{'content': 'with crooked talons'}