Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμοποιΐα
γάμος
γαμοστολέω
γαμοστολικός
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
γανώδης
View word page
γαμψῶνυξ
with crooked talons

ShortDef

with crooked talons

Debugging

Headword:
γαμψῶνυξ
Headword (normalized):
γαμψῶνυξ
Headword (normalized/stripped):
γαμψωνυξ
IDX:
18475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18476
Key:

Data

{'content': 'with crooked talons'}