Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαμοκλόπος
γαμοποιΐα
γάμος
γαμοστολέω
γαμοστολικός
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
γαμψῶνυξ
γαμψωνυχοπαντοφιλάρπασος
γαμψώνυχος
γανάεις
γανάω
γάνος
γάνος2
γανόω
γάνυμαι
Γανυμήδης
View word page
γαμψόω
make curved
ShortDef
make curved
Debugging
Headword:
γαμψόω
Headword (normalized):
γαμψόω
Headword (normalized/stripped):
γαμψοω
IDX:
18474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18475
Key:
Data
{'content': 'make curved'}