Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμήσιμος
γαμητέον
γαμητικῶς
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμματίσκιον
γαμμοειδής
γαμοδαίσια
γαμοκλοπέω
γαμοκλόπος
γαμοποιΐα
γάμος
γαμοστολέω
γαμοστολικός
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
γαμψόω
View word page
γαμοκλόπος
adulterous

ShortDef

adulterous

Debugging

Headword:
γαμοκλόπος
Headword (normalized):
γαμοκλόπος
Headword (normalized/stripped):
γαμοκλοπος
IDX:
18464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18465
Key:

Data

{'content': 'adulterous'}