Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμησείω
γαμήσιμος
γαμητέον
γαμητικῶς
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμματίσκιον
γαμμοειδής
γαμοδαίσια
γαμοκλοπέω
γαμοκλόπος
γαμοποιΐα
γάμος
γαμοστολέω
γαμοστολικός
γαμοστόλος
γαμφηλαί
γαμφηλή
γαμψός
γαμψότης
View word page
γαμοκλοπέω
have illicit intercourse

ShortDef

have illicit intercourse

Debugging

Headword:
γαμοκλοπέω
Headword (normalized):
γαμοκλοπέω
Headword (normalized/stripped):
γαμοκλοπεω
IDX:
18463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18464
Key:

Data

{'content': 'have illicit intercourse'}