Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαμέω
γαμήγυρις
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμησείω
γαμήσιμος
γαμητέον
γαμητικῶς
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμματίσκιον
γαμμοειδής
γαμοδαίσια
γαμοκλοπέω
γαμοκλόπος
γαμοποιΐα
γάμος
γαμοστολέω
γαμοστολικός
γαμοστόλος
View word page
γάμμα
the letter gamma, Γ
ShortDef
the letter gamma, Γ
Debugging
Headword:
γάμμα
Headword (normalized):
γάμμα
Headword (normalized/stripped):
γαμμα
IDX:
18459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18460
Key:
Data
{'content': 'the letter gamma, Γ'}