Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήγυρις
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμησείω
γαμήσιμος
γαμητέον
γαμητικῶς
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμματίσκιον
γαμμοειδής
γαμοδαίσια
γαμοκλοπέω
γαμοκλόπος
γαμοποιΐα
γάμος
γαμοστολέω
View word page
γαμίζω
to give in marriage

ShortDef

to give in marriage

Debugging

Headword:
γαμίζω
Headword (normalized):
γαμίζω
Headword (normalized/stripped):
γαμιζω
IDX:
18457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18458
Key:

Data

{'content': 'to give in marriage'}