Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάμελα
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήγυρις
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμησείω
γαμήσιμος
γαμητέον
γαμητικῶς
γαμίζω
γαμικός
γάμμα
γαμματίσκιον
γαμμοειδής
γαμοδαίσια
γαμοκλοπέω
γαμοκλόπος
γαμοποιΐα
View word page
γαμητέον
one must marry

ShortDef

one must marry

Debugging

Headword:
γαμητέον
Headword (normalized):
γαμητέον
Headword (normalized/stripped):
γαμητεον
IDX:
18455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18456
Key:

Data

{'content': 'one must marry'}