Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήγυρις
γαμήλιος
Γαμηλιών
γαμησείω
γαμήσιμος
γαμητέον
γαμητικῶς
γαμίζω
View word page
γαμέτης
a husband, spouse
ShortDef
a husband, spouse
Debugging
Headword:
γαμέτης
Headword (normalized):
γαμέτης
Headword (normalized/stripped):
γαμετης
IDX:
18447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18448
Key:
Data
{'content': 'a husband, spouse'}