Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
γαμήγυρις
γαμήλιος
Γαμηλιών
View word page
γαμβροποιέω
make a son-in-law of

ShortDef

make a son-in-law of

Debugging

Headword:
γαμβροποιέω
Headword (normalized):
γαμβροποιέω
Headword (normalized/stripped):
γαμβροποιεω
IDX:
18442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18443
Key:

Data

{'content': 'make a son-in-law of'}