Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
γαμέω
View word page
γαμβρά
sister-in-law

ShortDef

sister-in-law

Debugging

Headword:
γαμβρά
Headword (normalized):
γαμβρά
Headword (normalized/stripped):
γαμβρα
IDX:
18439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18440
Key:

Data

{'content': 'sister-in-law'}