Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γαμετή
γαμέτης
γαμέτις
View word page
γαλόως
husband’s sister

ShortDef

husband’s sister

Debugging

Headword:
γαλόως
Headword (normalized):
γαλόως
Headword (normalized/stripped):
γαλοως
IDX:
18438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18439
Key:

Data

{'content': 'husband’s sister'}