Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γαμετή
γαμέτης
View word page
γάλοως
a husband's sister
ShortDef
a husband's sister
Debugging
Headword:
γάλοως
Headword (normalized):
γάλοως
Headword (normalized/stripped):
γαλοως
IDX:
18437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18438
Key:
Data
{'content': "a husband's sister"}