Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
γαμετή
View word page
γαλοῦχος
wet-nurse
ShortDef
wet-nurse
Debugging
Headword:
γαλοῦχος
Headword (normalized):
γαλοῦχος
Headword (normalized/stripped):
γαλουχος
IDX:
18436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18437
Key:
Data
{'content': 'wet-nurse'}