Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
γάμελα
View word page
γαλουχία
suckling

ShortDef

suckling

Debugging

Headword:
γαλουχία
Headword (normalized):
γαλουχία
Headword (normalized/stripped):
γαλουχια
IDX:
18435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18436
Key:

Data

{'content': 'suckling'}