Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
γαμβροτιδεύς
View word page
γαλουχέω
suckle

ShortDef

suckle

Debugging

Headword:
γαλουχέω
Headword (normalized):
γαλουχέω
Headword (normalized/stripped):
γαλουχεω
IDX:
18434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18435
Key:

Data

{'content': 'suckle'}