Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
γαμβρεύω
γαμβροκτόνος
γαμβροποιέω
γαμβρός
View word page
γαλουργέω
make of milk
ShortDef
make of milk
Debugging
Headword:
γαλουργέω
Headword (normalized):
γαλουργέω
Headword (normalized/stripped):
γαλουργεω
IDX:
18433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18434
Key:
Data
{'content': 'make of milk'}