Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
γαμβρά
View word page
γαλλικός
gelded

ShortDef

gelded

Debugging

Headword:
γαλλικός
Headword (normalized):
γαλλικός
Headword (normalized/stripped):
γαλλικος
IDX:
18429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18430
Key:

Data

{'content': 'gelded'}