Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
γαλόως
View word page
γαλλιάριος
footpad, cutpurse

ShortDef

footpad, cutpurse

Debugging

Headword:
γαλλιάριος
Headword (normalized):
γαλλιάριος
Headword (normalized/stripped):
γαλλιαριος
IDX:
18428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18429
Key:

Data

{'content': 'footpad, cutpurse'}