Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
γαλοῦχος
γάλοως
View word page
γαλλαῖος
of a Γάλλος

ShortDef

of a Γάλλος

Debugging

Headword:
γαλλαῖος
Headword (normalized):
γαλλαῖος
Headword (normalized/stripped):
γαλλαιος
IDX:
18427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18428
Key:

Data

{'content': 'of a Γάλλος'}