Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
γαλουχία
View word page
γάλιον
bedstraw, Galium verum

ShortDef

bedstraw, Galium verum

Debugging

Headword:
γάλιον
Headword (normalized):
γάλιον
Headword (normalized/stripped):
γαλιον
IDX:
18425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18426
Key:

Data

{'content': 'bedstraw, Galium verum'}