Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
γαλουχέω
View word page
Γαλιλαῖος
of Galilee, Galilaea

ShortDef

of Galilee, Galilaea

Debugging

Headword:
Γαλιλαῖος
Headword (normalized):
γαλιλαῖος
Headword (normalized/stripped):
γαλιλαιος
IDX:
18424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18425
Key:

Data

{'content': 'of Galilee, Galilaea'}