Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
γαλουργέω
View word page
Γαλιλαία
Galilaea, Galilee
ShortDef
Galilaea, Galilee
Debugging
Headword:
Γαλιλαία
Headword (normalized):
γαλιλαία
Headword (normalized/stripped):
γαλιλαια
IDX:
18423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18424
Key:
Data
{'content': 'Galilaea, Galilee'}