Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
γάλλος
View word page
γαλιδεύς
a young weasel
ShortDef
a young weasel
Debugging
Headword:
γαλιδεύς
Headword (normalized):
γαλιδεύς
Headword (normalized/stripped):
γαλιδευς
IDX:
18422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18423
Key:
Data
{'content': 'a young weasel'}