Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
Γάλλος
View word page
γαλιάγκων
weasel-armed
ShortDef
weasel-armed
Debugging
Headword:
γαλιάγκων
Headword (normalized):
γαλιάγκων
Headword (normalized/stripped):
γαλιαγκων
IDX:
18421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18422
Key:
Data
{'content': 'weasel-armed'}