Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαλερωπός
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
γαλλομανής
View word page
Γαληψός
Galepsus (f., city; m., mythical founder)

ShortDef

Galepsus (f., city; m., mythical founder)

Debugging

Headword:
Γαληψός
Headword (normalized):
γαληψός
Headword (normalized/stripped):
γαληψος
IDX:
18420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18421
Key:

Data

{'content': 'Galepsus (f., city; m., mythical founder)'}