Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαλερός
γαλερωπός
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
γαλλιάριος
γαλλικός
View word page
γαληρός
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
γαληρός
Headword (normalized):
γαληρός
Headword (normalized/stripped):
γαληρος
IDX:
18419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18420
Key:

Data

{'content': 'plant'}