Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
γαλλαῖος
View word page
γαληνώδης
calm

ShortDef

calm

Debugging

Headword:
γαληνώδης
Headword (normalized):
γαληνώδης
Headword (normalized/stripped):
γαληνωδης
IDX:
18417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18418
Key:

Data

{'content': 'calm'}