Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαλέη
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
γαλλάζω
View word page
γαληνός
calm

ShortDef

calm

Debugging

Headword:
γαληνός
Headword (normalized):
γαληνός
Headword (normalized/stripped):
γαληνος
IDX:
18416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18417
Key:

Data

{'content': 'calm'}