Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλέαγρος
γαλέη
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
γάλιον
View word page
γαληνισμός
calming
ShortDef
calming
Debugging
Headword:
γαληνισμός
Headword (normalized):
γαληνισμός
Headword (normalized/stripped):
γαληνισμος
IDX:
18415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18416
Key:
Data
{'content': 'calming'}