Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλεάγρα
γαλέαγρος
γαλέη
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
Γαλιλαῖος
View word page
γαληνίζω
calm, still
ShortDef
calm, still
Debugging
Headword:
γαληνίζω
Headword (normalized):
γαληνίζω
Headword (normalized/stripped):
γαληνιζω
IDX:
18414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18415
Key:
Data
{'content': 'calm, still'}