Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γάλβινα
γαλεάγρα
γαλέαγρος
γαλέη
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώτης
γαλήνη
γαληνιάω
γαληνίζω
γαληνισμός
γαληνός
γαληνώδης
γαληόψις
γαληρός
Γαληψός
γαλιάγκων
γαλιδεύς
Γαλιλαία
View word page
γαληνιάω
to be calm
ShortDef
to be calm
Debugging
Headword:
γαληνιάω
Headword (normalized):
γαληνιάω
Headword (normalized/stripped):
γαληνιαω
IDX:
18413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18414
Key:
Data
{'content': 'to be calm'}