Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβυρτάκη
ἀβυρτακοποιός
ἀβυρτακώδης
ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
ἀγαθάγγελος
Ἀγαθαρχίδης
ἀγαθείκελος
ἀγάθεος
ἀγαθίς
ἀγαθογονία
ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός
ἀγαθοδαιμονισταί
ἀγαθοδαίμων
ἀγαθοδοσία
View word page
ἀγαθάγγελος
bringing good tidings

ShortDef

bringing good tidings

Debugging

Headword:
ἀγαθάγγελος
Headword (normalized):
ἀγαθάγγελος
Headword (normalized/stripped):
αγαθαγγελος
IDX:
183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-184
Key:

Data

{'content': 'bringing good tidings'}