Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλακτόρυτος
γαλακτοτροφέω
γαλακτοτρόφησις
γαλακτουργέω
γαλακτουργός
γαλακτουχέω
γαλακτοῦχος
γαλακτοφαγέω
γαλακτοφάγος
γαλακτοφορία
γαλακτοφόρος
γαλακτόχρως
γαλακτώδης
γαλάκτωσις
γάλαξ
γαλαξαῖος
Γαλαξαύρη
γαλάξια
γαλαξίας
Γαλατάρχης
Γαλάτεια
View word page
γαλακτοφόρος
giving milk
ShortDef
giving milk
Debugging
Headword:
γαλακτοφόρος
Headword (normalized):
γαλακτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
γαλακτοφορος
IDX:
18390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18391
Key:
Data
{'content': 'giving milk'}