Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
γαλακτοπώλης
γαλακτόρυτος
γαλακτοτροφέω
γαλακτοτρόφησις
γαλακτουργέω
γαλακτουργός
γαλακτουχέω
γαλακτοῦχος
γαλακτοφαγέω
γαλακτοφάγος
γαλακτοφορία
γαλακτοφόρος
γαλακτόχρως
γαλακτώδης
γαλάκτωσις
γάλαξ
γαλαξαῖος
Γαλαξαύρη
View word page
γαλακτοῦχος
having
ShortDef
having
Debugging
Headword:
γαλακτοῦχος
Headword (normalized):
γαλακτοῦχος
Headword (normalized/stripped):
γαλακτουχος
IDX:
18386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18387
Key:
Data
{'content': 'having'}