Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
γαλακτοπώλης
γαλακτόρυτος
γαλακτοτροφέω
γαλακτοτρόφησις
γαλακτουργέω
γαλακτουργός
γαλακτουχέω
γαλακτοῦχος
γαλακτοφαγέω
γαλακτοφάγος
γαλακτοφορία
γαλακτοφόρος
γαλακτόχρως
γαλακτώδης
γαλάκτωσις
View word page
γαλακτουργέω
make of milk
ShortDef
make of milk
Debugging
Headword:
γαλακτουργέω
Headword (normalized):
γαλακτουργέω
Headword (normalized/stripped):
γαλακτουργεω
IDX:
18383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18384
Key:
Data
{'content': 'make of milk'}