Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαλακτοειδής
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
γαλακτοπώλης
γαλακτόρυτος
γαλακτοτροφέω
γαλακτοτρόφησις
γαλακτουργέω
γαλακτουργός
γαλακτουχέω
γαλακτοῦχος
γαλακτοφαγέω
γαλακτοφάγος
γαλακτοφορία
View word page
γαλακτοπώλης
milkseller

ShortDef

milkseller

Debugging

Headword:
γαλακτοπώλης
Headword (normalized):
γαλακτοπώλης
Headword (normalized/stripped):
γαλακτοπωλης
IDX:
18379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18380
Key:

Data

{'content': 'milkseller'}