Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
γαλακτοπώλης
γαλακτόρυτος
γαλακτοτροφέω
View word page
γαλακτόομαι
become milk
ShortDef
become milk
Debugging
Headword:
γαλακτόομαι
Headword (normalized):
γαλακτόομαι
Headword (normalized/stripped):
γαλακτοομαι
IDX:
18371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18372
Key:
Data
{'content': 'become milk'}