Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
View word page
γαλακτοδόχος
receiving, holding milk

ShortDef

receiving, holding milk

Debugging

Headword:
γαλακτοδόχος
Headword (normalized):
γαλακτοδόχος
Headword (normalized/stripped):
γαλακτοδοχος
IDX:
18368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18369
Key:

Data

{'content': 'receiving, holding milk'}