Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
γαλακτοποσία
View word page
γαλακτισμός
suckling

ShortDef

suckling

Debugging

Headword:
γαλακτισμός
Headword (normalized):
γαλακτισμός
Headword (normalized/stripped):
γαλακτισμος
IDX:
18366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18367
Key:

Data

{'content': 'suckling'}