Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
γαϊτανά
γαίω
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
View word page
γαλακοθρέμμων
milk-fed
ShortDef
milk-fed
Debugging
Headword:
γαλακοθρέμμων
Headword (normalized):
γαλακοθρέμμων
Headword (normalized/stripped):
γαλακοθρεμμων
IDX:
18361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18362
Key:
Data
{'content': 'milk-fed'}