Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γάϊος
γάϊος
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
γαϊτανά
γαίω
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
View word page
γάλαγγα
galingale, Alpinia officinarum
ShortDef
galingale, Alpinia officinarum
Debugging
Headword:
γάλαγγα
Headword (normalized):
γάλαγγα
Headword (normalized/stripped):
γαλαγγα
IDX:
18359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18360
Key:
Data
{'content': 'galingale, Alpinia officinarum'}