Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαιονόμος
Γάϊος
γάϊος
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
γαϊτανά
γαίω
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
View word page
γάλα
milk

ShortDef

milk

Debugging

Headword:
γάλα
Headword (normalized):
γάλα
Headword (normalized/stripped):
γαλα
IDX:
18358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18359
Key:

Data

{'content': 'milk'}