Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γαῖον
γαιονόμος
Γάϊος
γάϊος
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
γαϊτανά
γαίω
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτισμός
γαλακτίτης
View word page
γάκα
earthquake

ShortDef

earthquake

Debugging

Headword:
γάκα
Headword (normalized):
γάκα
Headword (normalized/stripped):
γακα
IDX:
18357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18358
Key:

Data

{'content': 'earthquake'}