Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαιηφάγος
γαϊκός
Γαῖον
γαιονόμος
Γάϊος
γάϊος
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
γαϊτανά
γαίω
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλακοθρέμμων
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
View word page
γαίω
to exult

ShortDef

to exult

Debugging

Headword:
γαίω
Headword (normalized):
γαίω
Headword (normalized/stripped):
γαιω
IDX:
18355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18356
Key:

Data

{'content': 'to exult'}