Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάζα
γάζας
Γαζίτιον
γαζοφυλακέω
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
γαϊάναξ
γαιάοχος
γαϊδάριον
γαιηγενής
γαίηθεν
Γαιήιος
Γαιήϊος
γαιήοχος
γαιηφάγος
γαϊκός
Γαῖον
γαιονόμος
Γάϊος
γάϊος
View word page
γαιηγενής
earth-born (γηγενής)

ShortDef

earth-born (γηγενής)

Debugging

Headword:
γαιηγενής
Headword (normalized):
γαιηγενής
Headword (normalized/stripped):
γαιηγενης
IDX:
18340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18341
Key:

Data

{'content': 'earth-born (γηγενής)'}